Ζούμε σε ένα κόσμο όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις κάθε 1-2 χρονια καθιστούν ξεπερασμένη οποιαδήποτε υπόνοια πρόβλεψης του μέλλοντος, λίγο αφότου έχει διατυπωθεί. Ακόμα και οι ίδιες οι έννοιες και οι ορισμοί ξεπερνιούνται και νέοι δημιουργούνται στη θέση τους. Θυμηθείτε πόσο γρήγορα περάσαμε από το single user / single machine computing στο distributed model και από εκεί στο internet και το cloud computing.
Αυτό δεν είναι ένα άρθρο που θα σας πει αυτό που ξέρετε ήδη: Ότι οι αλλαγές είναι τόσο μεγάλες που ενσωματώνονται στην καθημερινότητά μας με τρόπους που πολλές φορές είναι αντιληπτοί - βλέπε smartphones - όσο και με τρόπους που είναι λιγότερο αντιληπτοι - βλέπε τηλεοράσεις με ενσωματωμένους web browsers, πλυντήρια ρούχων με fuzzy logic, συστήματα ασφαλείας στην αυτοκίνηση με doppler και GPS και δεκάδες άλλα.
Αντ’αυτού, θα σας πω για τη γιαγιά στο χωριό.
Η “γιαγιά στο χωριό” αποτελεί το μόνιμο και σταθερό επιχείρημα αντίστασης του τεχνοφοβικού απέναντι σε κάθε δυνατότητα ή πιθανότητα εξέλιξης.
Θυμάστε όταν πρωτοστήθηκε το Taxis, όπου επιτέλους ο κόσμος είχε, παρά τα bugs και τις παθογένειες του συστήματος αυτού, τη δυνατότητα ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ να διαχειριστεί μόνος του κάποια βασικά φορολογικά του θέματα; Η έστω να έχει μια εικόνα;
Οοοοχι.
Υπήρχε ένα μόνιμο επιχείρημα άρνησης, καρφωμένο στο μυαλό και το στόμα όλων όσων δεν είχαν άλλα επιχειρήματα. Αν ήταν τραγούδι στο Spotify θα είχε χτυπήσει το all-time top 10 στο χρόνο που χρειάζεσαι να πεις “πληροφορική”:
“Και δηλαδή η γιαγιά στο χωριό θα πρέπει να ξέρει από υπολογιστές και να έχει Internet; Μα τι λέτε, δεν γίνονται αυτά”.
Και το κακό είναι ότι ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ έτσι όπως το ακούτε δεν ειπώθηκε από τον 70άρη συνταξιούχο θείο σας που δεν τελείωσε ούτε το εξατάξιο Γυμνάσιο στην εποχή του και το μόνο πληκτρολόγιο που έχει δει στη ζωή του είναι του σταθερού του τηλεφώνου και αυτό επειδή δεν βρίσκει πλέον να αγοράσει συσκευές με ροδέλα.
Αυτό ειπώθηκε (και) από ανθρώπους νεους και μορφωμένους: Δημοσιογράφους, σχολιαστές, πολιτικούς, παράγοντες της δημόσιας ζωής του τόπου μας.
Το e-banking έχει λίγο-πολύ καμια δεκαετία που “τρέχει” σε όλες τις τράπεζες. Μέχρι και φέτος η χρήση του ήταν πενιχρή. Το ίδιο και αυτή των εξοφλήσεων λογ/σμών ΔΕΚΟ από τα ΑΤΜ. Ο κόσμος δεν ήξερε, ούτε ήθελε να μάθει. Στηνόταν στα ΑΤΜ, έπαιρνε τα λεφτά στο χέρι και μετά έμπαινε μέσα στην τράπεζα και στηνόταν στην ατελείωτη ουρά για να ΞΑΝΑΔΩΣΕΙ τα λεφτά στον γκισέ πληρώνοντας το ρεύμα και το νερό, ενώ μπορούσε να κάνει όλη τη διαδικασία από το ATM.
Οι τράπεζες κάποια στιγμή το πήραν χαμπάρι και βάλανε αυτά τα ωραία μηχανάκια που έβαζες τα χαρτονομίσματα μέσα και σου έδιναν και ρέστα και πλήρωνες από εκεί τους λογαριασμούς σου.
Αμ δε.
Εχω βρεθεί μάρτυρας περιστατικών όπου οι 10 μπροστινοί από εμένα στην ουρά περίμεναν κραδαίνοντας ένα λογαριασμό ΔΕΚΟ μαζί με τα λεφτά για την πληρωμή του (εγώ περίμενα να καταθέσω επιταγή, μια από τις λίγες κινήσεις που δεν γίνονται δυστυχώς ηλεκτρονικά). Ερχόταν η ταλαίπωρη υπάλληλος να τους ενημερώσει ότι μπορούν άμεσα να πάνε στο μηχάνημα αυτό ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΕΙ πώς θα πληρώσουν ΚΑΙ ΕΛΕΓΑΝ ΟΧΙ.
Γιατί “στο ταμείο ξέρω εγώ να τα πληρώνω, όχι στα άψυχα μηχανήματα”. Το ότι ο ταμίας ουσιαστικά ήταν ένα εναλλακτικό interface προς το “άψυχο μηχάνημα” τους διέφευγε.
Και κατσικωνόντουσαν στην τεράστια ουρά. Γιατί “δεν τα ξέρω εγώ αυτά τα πράγματα του διαβόλου, μην με ζαλίζεις”. Ταλαιπωρώντας εαυτούς αλλά και όσους έπρεπε να κάνουν συναλλαγές που έπρεπε απαραίτητα να γίνουν από το ταμείο.
Φυσικά, τόσο το ebanking όσο και τα ATMs και τα μηχανήματα εξόφλησης λογαριασμών αντιμετωπίστηκαν με την δέουσα προσοχή, κατά το ξεκίνημά τους, από τα media: “Και δηλαδή η γιαγιά στο χωριό θα μάθει να πληκτρολογεί στο ATM; Η γιαγιά στο χωριό θα ανοίξει e-banking; Η γιαγιά στο χωριό θα κάνει εξόφληση στο αυτόματο μηχάνημα;”
Και διαιωνίζόταν η τεχνοφοβία.
Τελευταίο δείγμα του ίδιου επιχειρήματος απετέλεσε η ανακοίνωση του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών σύμφωνα με την οποία ο Σύλλογος αντιτίθετο στην χρήση πιστωτικών καρτών για πληρωμή των ιατρών γιατί, μεταξύ άλλων, το γεγονός “υπάρχει μια μεγάλη μερίδα ασθενών προχωρημένης ηλικίας που δεν έχει εξοικειωθεί με τη συγκεκριμένη διαδικασία”.
Υπήρχαν πολλά άλλα επιχειρήματα, αλλά διάλεξαν ΑΥΤΟ.
Ξέρετε γιατί; Γιατί σας βρίσκει σύμφωνους. Ισως όχι εσένα, αγαπητέ καμμένε techno-freak αναγνώστη που τώρα διαβάζεις το παρόν άρθρο κάνοντας ταυτόχρονα debugging στον κώδικα της distributed εφαρμογής που φτιάχνεις στα γρήγορα πριν πάρεις το βραδινό σου γράφοντας σε πέντε διαφορετικές γλώσσες ταυτόχρονα. Μάλλον σίγουρα όχι εσένα. Αλλά ΚΑΠΟΙΟΥΣ, και μάλιστα πολλούς, βρίσκει σύμφωνους αλλιώς δεν θα τολμούσαν να το αναφέρουν.
Κακά τα ψέμματα, η αλλαγή ποτέ δεν είναι αναίμακτη και σχεδόν πάντα συναντάει αντίσταση. Οταν οι ορχήστρες του (βωβού) κινηματογράφου περιήλθαν σε αχρηστία με την έλευση του ομιλώντος, ένα σωρό κόσμος έχασε τη δουλειά του (για την ακρίβεια 22.000 μουσικοί από το 1927 ως το 1930). Υπήρξαν αναταραχές. Διαδηλώσεις.
(Για αφίσες της εποχής, δείτε εδώ: http://www.smithsonianmag.com/history/musicians-wage-war-against-evil-robots-92702721/?no-ist)
Αλλά το να κρατούσαν τη δουλειά τους τελικά σήμαινε ότι θα είχαμε ως και σήμερα βωβό κινηματογράφο. Φαντάζεστε π.χ. το “300” σε βωβό, με τον Leather Leonidas να φωνάζει με 0% volume “THIS-IS-SPARTAAA” και εσείς να πρέπει να το διαβάζετε σε κάρτα, συνοδεία εγχόρδων από live ορχήστρα; Ασε που το YouTube θα αποτύγχανε εν τη γενέσει του γιατί θα έπρεπε να φωνάζετε την Μπάντα Περιπλανώμενων Μουσικών που θα πέρναγε τακτικά κάτω από το σπίτι σας και να τους βάζετε να παίζουν τη μουσική που θα ταίριαζε στο YouTube Video ID που θα βλέπατε εκείνη τη στιγμή.
Στις πρώτες μου ημέρες ως προγραμματιστής είχα ΙΔΡΩΣΕΙ πραγματικά για να πείσω ένα συγκεκριμένο άτομο ότι το πρόγραμμα που (δωρεάν) είχε εγκαταστήσει η εταιρία με την οποία συνεργαζόμουν στην υπηρεσία του, ως μέρος ενός μεγαλύτερου έργου, θα επιτάχυνε θεαματικά την έκδοση πιστοποιητικών για το κοινό (ήταν γραμμένο σε Clipper για DOS και ναι, είχε autocomplete) μια και μέχρι τότε έπρεπε να κατεβάζει από τα ράφια τεράστια χειρόγραφα βιβλία και να αναζητά τα στοιχεία του αιτούντος με χαρακάκι.
Φυσικά, υποψιαζόμουν οτι δεν φοβόταν να το μάθει (ήταν εξαιρετικά απλό) ούτε καν το ότι θα έκανε πολύ λιγότερο χρόνο να εξυπηρετήσει το κοινό (αρα περισσότερος χρόνος για καθησιο). Μετά από πολύ καιρό κατάλαβα ότι απλά φοβόταν ότι “η γιαγιά από το χωριό” δεν θα εκτιμούσε τον κόπο του αν, αντί για να τον βλέπει να ιδρώνει και να ξεφυσά ανεβοκατεβαίνοντας σε σκάλες και κρατώντας χαρακάκια, τον έβλεπε απλά να πατάει δυο-τρια πλήκτρα. Και θα τον “στόλιζε” με τα κοσμητικά επίθετα που θα της έρχονταν (τεμπέλης, χαραμοφάης κλπ).
Η “γιαγιά στο χωριό” δυστυχώς δεν βρίσκεται στο χωριό. Βρίσκεται ΠΑΝΤΟΥ.
Και εμποδίζει κάθε πρόοδο και κάθε εξέλιξη, εν αγνοία της, χρησιμοποιούμενη ως επιχείρημα από τους απανταχού τεχνοφοβικούς / έχοντες οποιοδήποτε έμμεσο ή άμεσο ώφελος από τη μη διάδοση της τεχνολογίας.
Η “γιαγιά στο χωριό” είναι η μόνιμη δικαιολογία των δημοσίων λειτουργών για τη μη μηχανογραφική διασύνδεση των υπηρεσιών του Δημοσίου, και την προώθηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης έτσι ώστε οι περισσότερες ενέργειες του πολίτη που σήμερα απαιτούν από τον ίδιο να παίζει τον courier χαρτούρας μεταξύ υπηρεσιών να εκτελούνται από ένα web portal με μερικά κλικ χωρίς να χάνονται απίστευτες ανθρωποώρες χωρίς κανένα νόημα.
Η “γιαγιά στο χωριό” ήταν η αιτία μη εξοικείωσης πολλών συμπατριωτών μας με τις ηλεκτρονικές πληρωμές (αλλά μόλις μπήκαν τα capital controls, για κοίτα πόσες “γιαγιάδες στο χωριό” έγιναν “κορασίδες στην πόλη” και έμαθαν να παίζουν στα δάχτυλα πιστωτικές/χρεωστικές/web banking. Ανάγκα και οι Θεοί πείθονται).
Η “γιαγιά στο χωριό” μπήκε ακόμα και στη Βουλή, με την απίστευτη απόφαση της τότε Προέδρου της Βουλής να τυπώσει το μνημόνιο σε χαρτί και να το μοιράσει σε βουλευτές (μιλάμε για κάτι εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες) αντί να το αναρτήσει σε κάποιο private share ή να το διανείμει με κάποιο ψηφιακό τρόπο. Εκτός του ότι ήταν αντιοικολογικό, η δυνατότητα γρήγορης αναζήτησης απλά δεν υφίστατο. Ένας βουλευτής θα έπρεπε να ανατρέξει σε καμμια χιλιάδα σελίδες προκειμένου να βρει αυτό που ήθελε. (Το σχόλιό μου ΔΕΝ είναι πολιτικό, όποιος και να το έκανε, από οποιαδήποτε παράταξη, το ίδιο θα ήταν).
Η “γιαγιά στο χωριό” δεν αφήνει τους μαυροπίνακες και τα τρίμματα κιμωλίας στα σχολεία να αντικατασταθούν από έξυπνους διαδραστικούς πίνακες και tablets. Οχι, κύριοι, δεν είναι τα λεφτά το κύριο πρόβλημα εδώ, όσο και αν ακούγεται περίεργο. Ούτε τα παιδιά. Είναι η “γιαγιά στο χωριό”.Και η “γιαγιά στο χωριό” είναι αυτή τη φορά ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ.
Ας επιχειρήσουμε όμως για λίγο να συμπλεύσουμε με την άποψη αυτή, δηλαδή ότι μια οποιαδήποτε τεχνολογική εξέλιξη δεν θα πρέπει να υλοποιηθεί λόγω της “γιαγιάς στο χωριό”.
Δηλαδή:
- Μετρητά (κυρίως “μαύρα”) παντού
- Γκισέ και γραφειοκρατία παντού
- Χειρόγραφα και φωτοτυπίες παντού
- Αδιαφάνεια παντού
- Προϊστορική παιδεία παντού
- Μηδενική πληροφόρηση παντού
Και ας κάνουμε την τραγική διαπίστωση:
ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΙΟ.
Γιατί με αυτή την κατάσταση να επικρατεί και με την παράλληλη έξοδο χιλιάδεων νέων ανθρώπων που λαμβάνει χώρα εδώ και αρκετά χρόνια ακριβώς εξ’αιτίας αυτής της κατάστασης, στο τέλος θα μείνουμε ΜΟΝΟ με τη “γιαγιά στο χωριό”.
Υ.Γ. Οταν, την εποχή της πρώτης “δόξας” του hypertext (πριν καλά καλά την έλευση του Web) τολμούσαμε να μιλήσουμε στους δασκάλους μας στο σχολείο για την δύναμη των συνδέσμων, της ψηφιακής αναζήτησης και της δυνατότητας αποθήκευσης τεράστιων κειμένων σε πολύ μικρό χώρο, αυτοί ανταπαντούσαν με επιχειρήματα όπως τη μυρωδιά του χαρτιού ή τη μαγεία του να υπογραμμίζεις, να μαρκάρεις και να βάζεις σημειώσεις στα πλάγια με διάφορα χρωματάκια.
Η συνήθεια είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Και η “γιαγιά στο χωριό” ξέρει από συνήθεια. Εξάλλου, στο χωριό όλα μια συνήθεια είναι.